- τόκα
- I η1) тока (женский головной убор); 2) см. τοκάς τόκα2II επιφ. идёт!, по рукам!;
κάνω τόκα2 — а) ударить по рукам; — б) чокаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω τόκα2 — а) ударить по рукам; — б) чокаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τόκα — επιφ. (λ. ιταλ.) 1. παρόρμηση για σφίξιμο χεριών σε συμφωνία ή για τσούγκρισμα ποτηριών: Τόκα να πιούμε. 2. ως ουσ., σφίξιμο χεριών ή τσούγκρισμα ποτηριών: Κάναμε τόκα. τόκα, η και τοκάς, ο (λ. τουρκ.), πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόκα — τότε at that time doric (indeclform adverb) τόκᾱ , τοκάω to be near delivery pres imperat act 2nd sg τόκᾱ , τοκάω to be near delivery imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκα — (I) Α (δωρ. τ.) βλ. τότε. (II) Ν επιφών. 1. παρορμητική έκφραση για σφίξιμο τών χεριών ή για τσούγκρισμα ποτηριών 2. (ως ουσ. σε φρ.) «κάνω τόκα» σφίγγω το χέρι κάποιου ή τσουγκρίζω το ποτήρι μου με το ποτήρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare… … Dictionary of Greek
μπουρίνα — η (Μ μπουρίνα και μπορίνα) ναυτ. 1. σχοινί με το οποίο πλαγιάζουν τα τετράγωνα ιστία τών ιστιοφόρων, για να δέχονται τον αντίθετο άνεμο, αλλ. πλαγιαστήρας 2. φρ. «αρμενίζω τόκα μπουρίνα» ή «αρμενίζω στην (τόκα) μπουρίνα» πλέω την εγγυτάτη… … Dictionary of Greek
Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… … Wikipedia
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
Dórico (dialecto) — Saltar a navegación, búsqueda Distribución de los dialectos griegos hacia el 400 a. C. 7 a 14: Dórico. 15 a 18: Griego del Noroeste. Para el moderno dialecto dórico de Escocia, véase … Wikipedia Español
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… … Wikipedia Español
Дорийский диалект древнегреческого языка — Расположение греческих диалектов в классический период … Википедия
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek